χαλκοτύπος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκότυπος — forging masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοτύπος — ον, Α 1. αυτός που κατεργάζεται τον χαλκό 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλκοτύπος χαλκουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τύπος (< τύπτω), πρβλ. λα τύπος, ὀρει τύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
χαλκοτύπων — χαλκότυπος forging fem gen pl χαλκότυπος forging masc/neut gen pl χαλκοτύπος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοτύποις — χαλκότυπος forging masc/neut dat pl χαλκοτύπος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοτύπου — χαλκότυπος forging masc/neut gen sg χαλκοτύπος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοτύπους — χαλκότυπος forging masc acc pl χαλκοτύπος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοτύπῳ — χαλκότυπος forging masc/neut dat sg χαλκοτύπος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκότυπον — χαλκότυπος forging masc acc sg χαλκότυπος forging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοτύποι — χαλκοτύπος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)